- τρυποφράχτης
- οτο μικρό πουλί «τρωγλοδύτης ο ευρωπαϊκός».
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τρυποφράχτης — ο, Ν 1. κοινή ονομασία τού πτηνού τρωγλοδύτης 2. μτφ. τρυποκάρυδο, άτομο επιτήδειο να χώνεται παντού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρυπώ + φράχτης] … Dictionary of Greek
τρωγλοδύτης — ο, ΝΑ 1. (στον πληθ. ως κύριον όν.) οι Τρωγλοδύτες και Τρωγλοδύται ονομασία που έδωσαν αρχαίοι συγγραφείς σε πρωτόγονους λαούς τής Αιθιοπίας, τής εσωτερικής Λιβύης, τού Καυκάσου, τής Σκυθίας κ.ά. οι οποίοι κατοικούσαν σε σπήλαια ή σε σκαπτές… … Dictionary of Greek
τρωγλοδύτης — ο θηλ. ισσα 1. αυτός που κατοικεί σε τρώγλη, σε σπηλιά. 2. είδος πιθήκου, ο χιμπατζής. 3. το μικρό πουλί «τρυποφράχτης» … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρόχιλος — τρόχιλος, ο και τροχίλος, ο 1. τροχός που γυρίζει ελεύθερα σε άξονα και που έχει αυλακωτή στεφάνη, απ όπου περνάει το σκοινί για την ανύψωση βαριών πραγμάτων, καρούλι, μακαράς. 2. μικρό γοργόφτερο πουλί που ζει σε περιοχές με πολλά νερά, κολίβριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)